από pez » 18 Αύγ 2009, 10:32
-
4
Φυσικά εδώ πέρα περιγράφω με πολύ μεγάλες πινελιές, αλλά αυτός είναι ο ουσιαστικός πυρήνας της σημασίας των μεγάλων έργων που μας άφησαν οι πρωτόγονοι, οι μεγάλες παραδοσιακές μοναρχίες της Ανατολής, ο αληθινός ευρωπαϊκός Μεσαίωνας, ανατολικός ή δυτικός, ή το παραδοσιακό Ισλάμ. Εάν αυτά τα έργα και οι δημιουργοί τους είναι, ούτως ειπείν, στην υπηρεσία των θεσπισμένων σημασιών, το κοινό τους βρίσκει, μέσα σ' αυτά τα έργα, την επιβεβαίωση και τον εκθειασμό των δικών του σημασιών και των δικών του αξιών, που είναι απλώς οι συλλογικές και παραδοσιακές αξίες. Και αυτό είναι συναρμονισμένο με τον ειδικό τρόπο της πολιτιστικής χρονικότητας αυτών των κοινωνών, δηλαδή τον εξαιρετικά βραδύ ρυθμό της αλλαγής και τον χαρακτήρα τον υπόγειο, τον κρυφό, της αλλοίωσης των υφών, των στιλ και των περιεχομένων. Όπως επίσης συμβαδίζει με την αδυνατότητα να εξατομικεύσει κανείς τους δημιουργούς, που δεν απορρέει καθόλου από την ανεπάρκεια της πληροφόρησής μας. Υπό την δυναστεία των Τάνγκ στην Κίνα ζωγραφίζουνε έτσι κι όχι αλλιώς: αλλιώς δεν είναι νοητό. Υπό την εικοστή φαραωνική δυναστεία η γλυπτική γίνεται έτσι κι όχι αλλιώς, και θα πρέπει να είσαστε ειδικευμένος για να μπορέσετε να διακρίνετε τα έργα των Τάνγκ από τα έργα των Σόνγκ ή των Μίνγκ ή τα έργα της εικοστής δυναστείας από τα έργα της εικοστής πρώτης ή της δέκατης ένατης. Έτσι υπάρχουν κανονισμένες και κανονιστικές μορφές, φόρμες. Όπως στις δικές μας τις βυζαντινές εικόνες, για μεγάλες περιόδους, ακόμα και οι μικρότερες λεπτομέρειες είναι εκκλησιαστικά κανονισμένες όταν πρόκειται για τη ζωή ενός αγίου ή για μια στιγμή δεδομένη της ζωής της Παρθένου.
Ενώ - το λέω προτρέχοντας - μας είναι αδύνατο να διαπράξουμε σύγχυση ανάμεσα σ' ένα στίχο της Σαπφώς και σε ένα στίχο του Αρχιλόχου. Μας είναι αδύνατο, κι αν δεν είμαστε φιλόλογοι αλλά απλώς ξέρουμε να διαβάζουμε, να συγχύσουμε έναν στίχο του Αισχύλου κι έναν στίχο του Σοφοκλή ή, για να περάσω στην μοντέρνα εποχή, είναι αδύνατον να μην διακρίνουμε μια μουσική του Μπαχ από μια μουσική του Χέντελ, παρόλο ότι και οι δύο είναι Γερμανοί, ζούν στην ίδια εποχή και γράφουν στο ίδιο αντιστικτικό στίλ. Η δημιουργία της δημοκρατίας, η εμφάνιση του προτάγματος της αυτονομίας μέσα στην ιστορία, έστω και ως απλού σπόρου, έστω και ατελούς, αλλοιώνει ριζικά αυτήν την προηγούμενη κατάσταση και από αυτήν την άποψη.
Μια βραχεία φιλοσοφική παρέκβαση είναι εδώ αναγκαία. Όταν κατά κάποιο τρόπο θεωρήσουμε, συλλογιστούμε και στοχαστούμε ότι μπορούμε να θεωρήσουμε, να λογιστούμε και να στοχαστούμε, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το είναι είναι χάος, είναι άβυσσος, είναι το απύθμενον αλλά είναι ταυτοχρόνως και δημιουργία: είναι μια vis formandi, όπως θα έλεγαν στα λατινικά, μια δύναμη μόρφωσης ή μορφοποίησης, που δεν είναι προκαθορισμένη και η οποία επιθέτει, αν μπορώ να πω, απάνω στο χάος έναν κόσμο με την αρχαία ελληνική έννοια, δηλαδή ένα σύνολο που είναι μάλλον ή ήττον οργανωμένο και κανονισμένο.
Το ίδιο, όταν τελειώσουμε, αν μπορούμε να τελειώσουμε, να στοχαζόμαστε, να συλλογιζόμαστε, να σκεφτόμαστε το ανθρώπινο πεδίο, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος, με την γενική, τη συλλογική έννοια, δηλαδή ταυτόχρονα και ως κοινωνία και ως άτομο που συμμετέχει φυσικά στο είναι, είναι και ο ίδιος άβυσσος, χάος, απύθμενος. Και αυτό, ο άνθρωπος το είναι ως ον φαντασίας και φαντασιακού: και ως ον φαντασίας και φαντασιακού, φαντασίας ατομικής και φαντασιακού συλλογικού και κοινωνικού, είναι και ο ίδιος άνθρωπος δύναμη μόρφωσης (vis formandi) αλλά και κάτι που ασφαλώς δεν μπορούμε να το πούμε - ή μπορούμε; - για το είναι εν τω συνόλω του, είναι θα λέγαμε στα λατινικά libido formandi, είναι έρως και πάθος μόρφωσης και μορφοποίησης, είναι δύναμη δημιουργίας αλλά και επιθυμία δημιουργίας και μόρφωσης ή μορφοποίησης.
Αυτή η δύναμη κι αυτή η επιθυμία ή το πάθος είναι αυτό που ονομάζω το ποιητικό στοιχείο στον άνθρωπο, ποιητικό στοιχείο του οποίου και ο ίδιος ο Λόγος δεν είναι παρά μια παραφυάδα. Ο ίδιος ο Λόγος είναι ένα ποιητικό δημιούργημα του ανθρώπου. Το νόημα με το οποίο ο άνθρωπος θέλει και απαραίτητα πρέπει κάθε φορά να επενδύσει τον κόσμο, την κοινωνία, το πρόσωπό του και την ζωή του, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ακριβώς αυτή η μόρφωση, με την πρωταρχική έννοια του όρου, όχι της τυπικής μόρφωσης, αυτή η Bildung θα λέγαμε στα Γερμανικά, (Bild σημαίνει εικόνα), αυτή η διαρκής προσπάθεια να πιαστούν μαζί μέσα σε μια τάξη, σε μια οργάνωση, σ' έναν κόσμο, όλα όσα παρουσιάζονται κι όλα όσα ο ίδιος ο άνθρωπος κάνει να αναδύονται. Το να δοθεί μορφή στο χάος - νομίζω ότι αυτός είναι ο καλύτερος δυνατός ορισμός της παιδείας και φυσικά αυτό φαίνεται με πολύ μεγαλύτερη ενάργεια όταν πρόκειται για την τέχνη. Αυτή η μορφή που δίνουμε στο χάος είναι το νόημα και η σημασία, νόημα και σημασία που φυσικά δεν είναι απλώς υπόθεση ιδεών ή παραστάσεων αλλά που πρέπει ακόμα μια φορά να πιάσει μαζί, δηλαδή να συν-λάβει (συλλάβει) μέσα σε μια μορφή, σε μια φόρμα και την παράσταση και την επιθυμία και το αίσθημα.
Φυσικά εδώ μπορούμε να πούμε ότι αυτό έκανε, από πάντα, η θρησκεία και κάθε θρησκεία. Η θρησκεία είναι κατά τούτο διφυής, ότι από την μια μεριά προσπαθεί να δώσει μορφή και νόημα στο χάος, στην άβυσσο, στο απύθμενο, αλλά αυτό δεν το κατορθώνει παρά περιορίζοντας το χάος, την άβυσσο, και το απύθμενο, δίνοντάς του μια μορφή, μια εικόνα, ένα όνομα, ένα Λόγο, ορισμένες επιταγές ή ορισμένες ιδιότητες, τα οποία ενδεχομένως ονομάζει Θεό κι αυτό που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα εδώ πέρα, που δεν μιλάμε τόσο φιλοσοφικά όσο κοινωνικο-ιστορικά, η θρησκεία δεν μπορεί να το κάνει αυτό το πράγμα, κι αυτό την χαρακτηρίζει, παρά προσφέροντας ταυτόχρονα και δένοντας αυτή την μορφή που δίνει στο χάος με την υπερβατική εγγύηση της σημασίας, εγγύηση της οποίας, όπως είναι προφανές, τα ανθρώπινα όρια έχουν μια άπληστη ανάγκη, και με την περίφραξη η οποία φαίνεται, αλλά μόνον φαίνεται, ομοούσια με την ίδια την ιδέα του νοήματος. Αυτή η εγγύηση κι αυτή η περίφραξη εγκαθιδρύονται από την θρησκεία με την άρνηση στην ζωντανή ανθρωπότητα - κι εδώ μιλάω μόνο για τις μονοθεϊστικές θρησκείες - της δυνατότητας δημιουργίας νοήματος. Διότι για κάθε θρησκεία το νόημα έχει ήδη δημιουργηθεί άπαξ διά παντός κι έχει δημιουργηθεί αλλού, ο άνθρωπος, το πολύ, μπορεί να το αποδεχθεί.
Έτσι, αυτή η δημιουργική δύναμη, η vis formandi, περιστέλλεται και διοχετεύεται, αν μπορώ να πω, κατά έναν ορισμένο τρόπο, όπως επίσης περιστέλλεται και διοχετεύεται το πάθος της μόρφωσης, το οποίο στο εξής περιορίζεται να χαίρεται τις προηγούμενες του δημιουργίες χωρίς καν να ξέρει ότι είναι δικές του δημιουργίες, εφόσον τις αποδίδει σε ένα υπερβατικό όν.
- Συνεχίζεται -
-